συγκαλλύνω

συγκαλλύνω
συγκαλλύνω,
A sweep up together, Arist.Pr.936b27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκαλλύνω — Α σαρώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλλύνω «ευτρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω» (< κάλλος, τὸ)] …   Dictionary of Greek

  • καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… …   Dictionary of Greek

  • συγκαλλύνοντες — συγκαλλύ̱νοντες , συγκαλλύνω sweep up together pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”